- κατεσπευσμένος
- -η, -οαυτός που γίνεται πολύ βιαστικά, εσπευσμένος, βιαστικός.επίρρ...κατεσπευσμένως και -α (Α κατεσπευσμένως)κατεπειγόντως, με πολύ βιαστικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατεσπευσμένος τού κατασπεύδομαι].
Dictionary of Greek. 2013.